- ἠθαῖος
- ἠθαῑος a respectful form of address,1 honourable ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς i. e. to Thrasyboulos of Akragas I. 2.48
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ηθαίος — ἠθαῑος, αία, ον (Α) [ήθος] δωρ. τ. τού ηθείος* … Dictionary of Greek
ἠθαῖος — masc nom sg ἠθεῖος trusty masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθαῖον — ἠθαῖος masc acc sg ἠθαῖος neut nom/voc/acc sg ἠθεῖος trusty masc acc sg (doric) ἠθεῖος trusty neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι … Dictionary of Greek